- ψόγος
- ψόγος1 fault-finding
σκοτεινὸν ἀπέχων ψόγον, ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.61
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
σκοτεινὸν ἀπέχων ψόγον, ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.61
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ψόγος — blamable fault masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόγος — ο, ΝΑ μομφή, κατάκριση, κατηγορία αρχ. 1. σφάλμα, ελάττωμα, ψεγάδι 2. φρ. α) «ψόγον ἔχω» και «ψόγον φέρω» κατακρίνομαι, κατηγορούμαι (Πλάτ.) β) «ψόγους ποιῶ» συνθέτω σατιρικούς στίχους (Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού… … Dictionary of Greek
ψόγοι — ψόγος blamable fault masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόγοις — ψόγος blamable fault masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόγοισι — ψόγος blamable fault masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόγον — ψόγος blamable fault masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόγου — ψόγος blamable fault masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόγους — ψόγος blamable fault masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόγων — ψόγος blamable fault masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόγῳ — ψόγος blamable fault masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόψογος — κακόψογος, ον (Α) αυτός που ψέγει, με κακία που κατηγορεί με μοχθηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ψογος (< ψόγος), πρβλ. πολύ ψογος, φιλό ψογος] … Dictionary of Greek